Τσου Χούι
Αρχιμουσικός
Γεννήθηκε στο Παλέμπαγκ στη Σουμάτρα Ινδονησίας στις 20/10/1934. Ξεκίνησε μουσική εκπαίδευση σε ηλικία έξι ετών, μαθαίνοντας βιολί με τη βοήθεια μεθόδου άνευ διδασκάλου. Το 1951, ύστερα από διετείς βασικές σπουδές βιολιού στη Σιγκαπούρη, γράφτηκε στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής του Λονδίνου όπου σπούδασε βιολί, γαλλικό κόρνο και διεύθυνση ορχήστρας με τους Ντέιβιντ Μάρτιν, Ώμπρεϋ Μπρέιν και Μωρίς Μάιλς, αντίστοιχα. Το 1954 έκανε μαθήματα διεύθυνσης ορχήστρας με τον Ίγκορ Μαρκέβιτς και βιολιού με τον Αντρέ Γκέρτλερ. Το 1957 συνέχισε στο Βασιλικό Ωδείο Μουσικής των Βρυξελλών. Το 1958 ξεκίνησε διεθνή σταδιοδρομία ως επισκέπτης αρχιμουσικός σε Ευρώπη, Βόρεια και Νότια Αμερική, Κίνα και Σοβιετική Ένωση. Έχει διευθύνει περισσότερες από 60 ορχήστρες: Συμφωνική και Φιλαρμονική Λονδίνου, Φιλαρμονική Όσλο, Εθνική Ορχήστρα Μπουένος Άιρες, Κεντρική Φιλαρμονική Πεκίνου, Φιλαρμονική Πόλης του Τόκιο κ.ά. Μεταξύ 1968 και 1977 έζησε και διηύθυνε στην Ελλάδα. Ως κύριος αρχιμουσικός της ΕΛΣ (1971-1978) διηύθυνε παραγωγές κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, μεταξύ αυτών την ελληνική πρεμιέρα της Ζωής ενός ακόλαστου [The rake’s progress] του Στραβίνσκι. Συνεργάστηκε με τις Κρατικές Ορχήστρες Αθηνών και Θεσσαλονίκης, διηύθυνε παγκόσμιες πρεμιέρες σύγχρονων ελληνικών συνθέσεων και έκανε ηχογραφήσεις με την Ορχήστρα της ΕΡΤ. Το 1978, αποδεχόμενος επίσημη κυβερνητική πρόσκληση, επέστρεψε στην πατρίδα του για να ιδρύσει τη Συμφωνική Ορχήστρα της Σινγκαπούρης. Ηγήθηκε αυτής επί 17 χρόνια, ανέπτυξε πλήρως το ρεπερτόριό της και την κατέστησε σύνολο διεθνών αξιώσεων. Σήμερα είναι Επίτιμος Διευθυντής της. Για την προσφορά του έχει επανειλημμένα βραβευτεί στη Σινγκαπούρη, ενώ το 1977 η Γαλλική Κυβέρνηση του απένειμε τον τίτλο του Ιππότη των Τεχνών και των Γραμμάτων. Το 1969 παντρεύτηκε Ελληνίδα και σήμερα ζει στην Αθήνα με την οικογένειά του. // Τελευταία ενημέρωση βιογραφικού σημειώματος: Δεκέμβριος 2015 - Η κάτωθι εργογραφία συμπληρώνεται διαρκώς.